ὑδάτινοι

ὑδάτινοι
ὑδάτινος
watery
masc nom/voc pl
ὑδάτινος
watery
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Αμιέν — (Amiens).Πόλη (139.210 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σομ (6.170 τ. χλμ., 555.551 κάτ.) και έδρα επισκοπής από τον 4ο αι. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σομ, όπως υποδηλώνει και το γαλατικό όνομά της,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”